- ἱπποχάρμας
- ἱπποχάρμας1 delighting in horses ἱπποχάρμαν βασιλῆα (byz.: ἱππιοχ-. codd.) O. 1.23
στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν Pae. 2.104
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν Pae. 2.104
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ιπποχάρμης — ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α) ιππιοχάρμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο χάρμης, χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek